Ο όρος «μεταφυσική του φωτός» αναφέρεται στην ιδέα ότι το φυσικό σύμπαν είναι φτιαγμένο από φως, έτσι ώστε όλα του τα χαρακτηριστικά, περιλαμβανομένων του χώρου, του χρόνου, των ζώντων οργανισμών και όλων των πραγμάτων που περιέχει, ακόμα και των ουρανίων σφαιρών και των άστρων, είναι διαφορετικές μορφές της μοναδικής θεμελιώδους ενέργειας του φωτός. Κατά τον Γκροσσετέστ, το σύμπαν γεννήθηκε από ένα κεντρικό σημείο φωτός, που δημιούργησε ο Θεός και από το οποίο, με την διάχυση/μετάδοση του φωτός, δημιουργήθηκε όλος ο φυσικός κόσμος. Έτσι, η μαθηματική (γεωμετρική) μελέτη του φωτός μπορεί να μας δώσει το κλειδί για την εξήγηση των φυσικών φαινόμένων εν γένει.
Κατά τον Κέπλερ, το κέντρο του σύμπαντος ήταν ο ήλιος και όχι κάποιο κοντινό έκκεντρο σημείο – ο «μέσος ήλιος», όπως το αποκαλούσε ο Κοπέρνικος. Από τον ήλιο απέρρεε μια μοναδική «κινούσα δύναμη» (virtus motrix), η οποία αυξομειωνόταν ανάλογα με την απόσταση των πλανητών από αυτόν και κατεύθυνε τις κινήσεις τους. Αυτή η «κινούσα δύναμη», όπως έλεγε ο Κέπλερ, είχε άμεση «συγγένεια» με το φως: «το φως (lux) και η κινητήρια δύναμη του ήλιου συμφωνούν σε όλες τους τις ιδιότητες» (Lindberg 1986, σ.38). Σύμφωνα με τον Κέπλερ, οι επίκυκλοι και τα κέντρα τους δεν είχαν κάποιο φυσικό νόημα. Θεωρούσε παράλογο να μπορεί μια φυσική δύναμη να κινεί μη υλικά γεωμετρικά σημεία. Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Κέπλερ με την υπόθεση της «κινούσας δύναμης» ήταν ο προσδιορισμός της τροχιάς του Άρη, ο οποίος φαινόταν να αλλάζει συνεχώς την απόστασή του από τον ήλιο. Η λύση του Κέπλερ, βασισμένη στο νόμο των επιφανειών (δεύτερος νόμος), ήταν ότι η τροχιά για την οποία ο νόμος των επιφανειών έδινε επαρκή και ακριβή αποτελέσματα δεν ήταν τίποτα άλλο από μια έλλειψη με τον ήλιο σε μια από τις εστίες της. Ιστορικά, ο πρώτος νόμος του Κέπλερ ανακαλύφθηκε μετά από τον δεύτερο. Η θεωρία του Κέπλερ δεν έγινε άμεσα αποδεκτή από τους συγχρόνους του και, μάλιστα, ο Γαλιλαίος και ο Καρτέσιος την αγνόησαν.
Ο Γαλιλαίος (1564 – 1642), μετά από αμφιβολίες και αναζητήσεις, αποδέχθηκε την κοπερνίκεια θεωρία. Με την βοήθεια του τηλεσκοπίου ανακάλυψε τους τέσσερις δορυφόρους του Δία, παρατήρησε τις φάσεις της Αφροδίτης, τις ανωμαλίες στην επιφάνεια της σελήνης, καθώς και την ύπαρξη κηλίδων στην επιφάνεια του Ήλιου. Οι παρατηρήσεις αυτές αποδυνάμωσαν την αριστοτελική εικόνα του κόσμου, αφού τον οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι οι πλανήτες αποτελούνται από υλικό παρόμοιο με αυτό της Γης, και ότι υπήρχαν πλανήτες με δορυφόρους που γύριζαν γύρω από αυτούς και όχι γύρω από την Γη. Οι φάσεις της Αφροδίτης ήταν μια επιβεβαίωση των προβλέψεων του κοπερνίκειου συστήματος, σύμφωνα με το οποίο η Αφροδίτη γύριζε γύρω από τον Ήλιο και όλες της οι φάσεις θα έπρεπε να είναι ορατές. Ο Γαλιλαίος, με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, συμπέρανε ότι η Γη είναι δυνατόν να κινείται στο χώρο (αφού άλλα σώματα με παρόμοια σύσταση το κάνουν) χωρίς, μάλιστα, να χάσει τον δορυφόρο της (αφού ούτε ο Δίας χάνει τους δικούς του).
Στον τομέα της φυσικής η παρατήρηση και το πείραμα βοήθησαν το Γαλιλαίο να διατυπώσει τον νόμο της ελεύθερης πτώσης των σωμάτων, να περιγράψει την παραβολική κίνηση των βλημάτων με βάση την αρχή της ανεξαρτησίας των κινήσεων και να διατυπώσει την αρχή της «κυκλικής» αδράνειας.
Η μεγάλη συνεισφορά του Γαλιλαίου, πέρα από τις επιστημονικές ανακαλύψεις του, ήταν το ότι έδειξε σαφέστατα την χρησιμότητα και την επιτυχία της μαθηματικής προσέγγισης στη φύση. Ο Γαλιλαίος εισήγαγε την διάκριση μεταξύ πρωταρχικών και δευτερογενών ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων (αρχή που «δανείστηκε» από τους αρχαίους ατομικούς φιλοσόφους). Οι πρωταρχικές ιδιότητες (μέγεθος, σχήμα, κίνηση) μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και να εκφραστούν μαθηματικά. Οι δευτερογενείς ιδιότητες ως ποιότητες (π.χ. ζεστό, κρύο) αφορούν στην αλληλεπίδραση του αντικειμένου με τον παρατηρητή, δεν αφορούν αποκλειστικά στο παρατηρούμενο αντικείμενο. Τα μαθηματικά μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τον κόσμο ακόμα και στις περιπτώσεις όπου (λόγω των προβλημάτων της ιδανίκευσης και της αφαίρεσης) δεν συμφωνούν εντελώς με την φυσική πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων εάν μια συγκεκριμένη μαθηματική αλήθεια αντιστοιχεί στην φυσική πραγματικότητα, ή εάν μια συγκεκριμένη φυσική κατάσταση μπορεί να αναπαρασταθεί από μια συγκεκριμένη μαθηματική οντότητα (π.χ. από μια γεωμετρική γραμμή ή έναν αριθμό), αλλά μπορούμε να ισχυριστούμε – θεωρώντας το ως μεθοδολογική αρχή – ότι κάθε φυσική κατάσταση μπορεί να αναπαρασταθεί από μια μαθηματική οντότητα. Αυτό είναι το νόημα της περίφημης ρήσης του Γαλιλαίου ότι το βιβλίο της φύσης «είναι γραμμένο στη γλώσσα των μαθηματικών, και οι χαρακτήρες του είναι τρίγωνα, κύκλοι, και άλλα γεωμετρικά σχήματα, χωρίς τα οποία είναι ανθρωπίνως αδύνατο να καταλάβουμε έστω και μια λέξη από αυτό. χωρίς αυτά περιφέρεται κανείς σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο» (Γαλιλαίος, Il saggiatore (Δοκιμαστής), 1632). Το ενδιαφέρον με αυτή την προσέγγιση είναι το ότι μπορεί κανείς να διαβάσει το βιβλίο της φύσης αφού πρώτα μάθει την γλώσσα, χωρίς να χρειάζεται να ασπασθεί κάποια συγκεκριμένη περιοριστική φιλοσοφία (όπως τον σχολαστικό αριστοτελισμό). Η θέση αυτή του Γαλιλαίου προκάλεσε έντονες συζητήσεις σχετικά με το γνωσιολογικό status των μαθηματικών, για το αν μπορούν τα μαθηματικά να παρέχουν έγκυρη και βέβαιη γνώση.
Ο Καρτέσιος (1596 – 1650) στο Λόγο περί της Μεθόδου (1637) εκφράζει την πεποίθησή του ότι η μαθηματική μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί «σε όλα τα πράγματα που βρίσκονται εντός της εμβέλειας της ανθρώπινης γνώσης». Τα μαθηματικά μπορούν να μας εξοπλίσουν με μια mathesis universalis (καθολική μάθηση) δίνοντάς μας το κλειδί για ένα ευρύ φάσμα ερευνών σε αντικείμενα όπως η αστρονομία, η μουσική, η οπτική και η μηχανική. Διακρίνει, όπως και ο Γαλιλαίος, μεταξύ πρωταρχικών (έκταση) και δευτερογενών ιδιοτήτων και πιστεύει ότι ο νους μας μπορεί να γνωρίσει την ουσία των πραγμάτων διεισδύοντας στην μαθηματική διάσταση της πραγματικότητας. Απέδειξε ότι τα ουσιώδη δομικά χαρακτηριστικά των γεωμετρικών σχημάτων μπορούν να εκφραστούν αριθμητικά και αλγεβρικά και θεμελίωσε την λεγόμενη «αναλυτική γεωμετρία» η οποία έδωσε τεράστια ώθηση στην «μαθηματικοποίηση της φύσης».
Η δημοσίευση το 1687 του Principia Mathematica Philosophiae Naturalis (Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας) του Νεύτωνα θεωρείται ως το αποκορύφωμα της «μαθηματικοποίησης της φύσης». Ήδη στον τίτλο του έργου σημειώνεται η τεράστια αλλαγή η οποία έχει επέλθει στη σχέση μαθηματικών και φυσικής φιλοσοφίας. Στο έργο αυτό, που είναι γραμμένο στη γλώσσα της «γεωμετρίας των αρχαίων», ο Νεύτωνας χρησιμοποιεί και στοιχεία του απειροστικού λογισμού (όπως στην απόδειξη της Πρότασης 9, Βιβλίο 1 και στο Πόρισμα 3, Πρόταση 41, Βιβλίο 1), που είχε θεμελιώσει περίπου είκοσι χρόνια νωρίτερα. Τα μαθηματικά του απειροστικού λογισμού αποδείχτηκαν πολύτιμα στην μελέτη της κίνησης, της συνεχούς και στιγμιαίας μεταβολής, του ρυθμού μεταβολής, κ.α.. Στις Principia ο Νεύτωνας διατυπώνει τους νόμους της κίνησης, τον νόμο της παγκόσμιας έλξης, αποδεικνύει τους νόμους του Κέπλερ και καθιερώνει την φυσική ως μια παραδειγματική επιστήμη για τις επερχόμενες γενεές.
Δρ. Διονύσης Μεντζενιώτης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοτέλης, Αναλυτικά Ύστερα, Φυσικά και Μετά τα Φυσικά.
Biagioli, M., Ο Γαλιλαίος Αυλικός, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα, 2006.
Brown, G.I., «The Evolution of the Term “Mixed Mathematics”», Journal of the History of Ideas, τόμος 527, ν. 1, 19916, σσ. 81-102.
Burtt, E.A., The Metaphysical Foundations of Modern Physical Science, Doubleday Anchor, N.Y., 1954.
Buttnerr, J., Damerow, P., Schemmel, M., Valleriani, M., Galileo and the Shared Knowledge of His Time, Max-Planck Institute for the History of Science, Priprint 228, 2002.
Cohen, H. Floris, The Scientific Revolution: An Historiographical Enquiry, University of Chicago Press, Chicago, 1994.
Cottingham, J., Οι ορθολογιστές, Εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα, 2003.
Dijksterhuis, E.J., The Mechanization of the World Picture, OUP, Oxford, 1969.
Finocchiaro, M.A., «Physical-Mathematical Reasoning: Galileo on the Extruding Power of Terrestrial Rotation», Synthese, τόμος 134, ν. 1-2, 2003, σσ. 217-244.
Gingerich, O., Voelkel, J.R., «Tycho and Kepler: solid myth versus subtle truth», Social Research, τόμος 72, ν. 1, Άνοιξη 2005, σσ. 77-106.
Koyré, A., Από τον κλειστό κόσμο στο Άπειρο Σύμπαν, Εκδόσεις Ευρύαλος, Αθήνα, 1989.
Koyré, A., Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1991.
Kuhn, T.S., «Mathematical vs. Experimental Traditions in the Development of Physical Science», Journal of Interdisciplinary History, τόμος 7, ν. 1, 1976, σσ. 1-31.
Laird, W.R., «Robert Grosseteste on the subalternate sciences», Traditio, τόμος 43, 1987, σσ. 147-169.
Lindberg, D.C., «The Genesis of Kepler’s Theory of Light: Light Metaphysics from Plotinus to Kepler», Osiris, σειρά 2η, τόμος 2, 1986, σσ. 4-42.
Lindberg, D.C., Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1997.
Shapin, S., Η Επιστημονική Επανάσταση, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα, 2003.