Η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Στα πανεπιστήμια, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, κυριαρχούσε η αριστοτελική θεώρηση για τις επιστήμες, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μετά από αιώνες λεπτομερούς επεξεργασίας στη σχολαστική παράδοση (Βλ. Εγχειρίδιο ΕΠΟ31, τόμος Α, κεφάλαια 5 και 11). Η θεώρηση αυτή αποτελούσε τον κανόνα για το τι συνιστά πραγματική θεωρητική γνώση και φυσική φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Αναλυτικά Ύστερα, 1.13) αυτό που χαρακτηρίζει την επιστήμη δεν είναι η απλή γνώση ενός γεγονότος (γνώση του ότι), αλλά η γνώση της αιτίας του, δηλαδή η κατανόηση του λόγου για τον οποίο συνέβη (γνώση του διότι). Ο φυσικός φιλόσοφος ζητά να αποκαλύψει τις ουσίες των πραγμάτων, τις ιδιότητες δηλαδή βάσει των οποίων, το κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι. Οι αιτίες είναι ουσιώδεις ιδιότητες των φορέων τους και καθιστούν αναγκαία τα αποτελέσματά τους.

Δύο κριτικές που αντιτίθενται στην μαθηματική προσέγγιση της φύσης αφορούν στο πρόβλημα της ιδανίκευσης και στο πρόβλημα της αφαίρεσης. Σύμφωνα με το πρώτο, τα φυσικά αντικείμενα ποτέ δεν επιδεικνύουν ακριβείς μαθηματικές δομές (μια υλική φυσική σφαίρα στον χώρο δεν είναι ποτέ μια αληθινή, μαθηματική σφαίρα). Σύμφωνα με το δεύτερο, οι μαθηματικές ιδιότητες είναι κατ’ ανάγκη συμπτωματικές (κατά συμβεβηκός), είναι αυτό που απομένει όταν όλα τα ουσιώδη χαρακτηριστικά έχουν αφαιρεθεί. Τα προβλήματα αυτά απορρέουν από την θεώρηση ότι υπάρχει ένα οντολογικό κενό μεταξύ των μαθηματικών και της φυσικής φιλοσοφίας, αφού τα μαθηματικά υποτίθεται ότι ασχολούνται με την νοητή ή αφηρημένη «ύλη», ενώ η δεύτερη με την αισθητή και ουσιαστικά μορφοποιημένη ύλη στον χώρο και στο χρόνο (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά XIII.3 και Φυσικά II.2).

Σε αυτό το διανοητικό πλαίσιο, με δεδομένη την πρωτοκαθεδρία της φυσικής φιλοσοφίας στην («ποιοτική») μελέτη της φύσης, το αυξημένο κύρος των φυσικών φιλοσόφων έναντι όσων ασκούσαν τα μαθηματικά και με το μικρό περιθώριο ελιγμών πού έδινε ο χώρος των «μεικτών» επιστημών, από τα τέλη του 16ου αιώνα άρχισαν να πυκνώνουν οι φωνές αυτών που υπερασπίζονταν μια μαθηματική και ποσοτική προσέγγιση στην μελέτη της φύσης. Η στροφή αυτή, που κράτησε ολόκληρο τον 17ο αιώνα, αποκαλείται «μαθηματικοποίηση της φύσης» και αποδόθηκε (A. Koyré, E.J. Dijksterhuis, E. Burtt) στην αλλαγή του μεταφυσικού υπόβαθρου της εποχής με την επίκληση πλατωνικών και πυθαγόρειων τρόπων θεώρησης του κόσμου. Η άποψη αυτή, όμως, με βάση νεώτερες μελέτες, απεδείχθη ανεπαρκής και η διαδικασίες που οδήγησαν στην μαθηματικοποίηση θεωρούνται πλέον πολύ πιο σύνθετες.
2. Η μαθηματικοποίηση της φύσης το 16ο – 17ο αι.
Μεταξύ των λόγων που οδήγησαν στην «μαθηματικοποίηση της φύσης» ήταν η συσσώρευση προβλημάτων στην αριστοτελική φυσική (π.χ. σχετικά με την κίνηση των βλημάτων), η αναξιοπιστία του πτολεμαϊκού συστήματος και του Ιουλιανού ημερολογίου για τον καθορισμό της ημέρας του Πάσχα, η άνοδος του εμπορίου, η αποικιοκρατία και οι εξερευνήσεις (που ανέδειξαν την σημασία μαθηματικών τεχνικών όπως η ναυσιπλοΐα, η τοπογραφία, η χαρτογραφία), η σημασία της «μεικτής» επιστήμης της μηχανικής και η συνεισφορά των μηχανικών-επιστημόνων στην επίλυση προβλημάτων σχετικών με την κατασκευή οχυρωματικών έργων, την κατασκευή γεφυρών, την κατασκευή καινοτόμων όπλων για το πυροβολικό, τον προσδιορισμό της βέλτιστης γωνίας βολής των πυροβόλων όπλων, την ναυπηγική, κ.α. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης το κίνημα του Ανθρωπισμού κατά την Αναγέννηση το οποίο, στοχεύοντας στην αναβίωση του πνεύματος της κλασσικής Ελλάδας και της Ρώμης, παρήγαγε μεταφράσεις διαφόρων κλασσικών κειμένων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα έργα του Αρχιμήδη, του Πάππου, του Ήρωνα του Αλεξανδρέα, καθώς και το ψευδο-αριστοτελικό έργο Μηχανικά Προβλήματα. Το τελευταίο έργο συνετέλεσε στην άνοδο του status των μηχανικών επιστημών, αφού και ο ίδιος ο πλέον ευγενής «ηγέτης των φιλοσόφων», ο Αριστοτέλης, ασχολήθηκε με αυτές.
Τέλος, σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτισαν και οι αλλαγές στην δομή και οργάνωση των βασιλικών αυλών στην Ευρώπη και ο θεσμός της πατρωνίας. Η σχέση πατρωνίας μεταξύ ενός μαθηματικού-επιστήμονα και ενός ισχυρού προστάτη-πάτρωνα είχε ως συνέπεια, αφενός μεν, την άνοδο στην κοινωνική ιεραρχία του πρώτου και την αυξημένη (ως εκ τούτου) αξιοπιστία του και, αφετέρου, την σύγκλιση και συγχώνευση γνωστικών πεδίων (όπως, για παράδειγμα, της υδραυλικής-μηχανικής και των σχολαστικών θεωριών για την δυναμική των κινουμένων σωμάτων) μέσω της εργασίας που προσέφερε ο πρώτος στην αυλή του πάτρωνα σε συνεργασία με διάφορους μηχανικούς της αυλής. Ο μαθηματικός-επιστήμονας-μηχανικός που εργαζόταν στην αυλή ενός ισχυρού πάτρωνα μπορούσε να υπερβεί με μεγαλύτερη ευκολία την ιεράρχηση των επιστημών και την ιεράρχηση μεταξύ φυσικών φιλοσόφων και μαθηματικών που κυριαρχούσε στα πανεπιστήμια και να αποκτήσει τον τίτλο του φιλοσόφου της αυλής, ή, τουλάχιστον, να αναγνωριστεί ως άξιος να φέρει αυτόν τον τίτλο. Έτσι, όπως επισημαίνει ο Mario Biagioli στο έργο του Ο Γαλιλαίος Αυλικός: «Η απόκτηση από τον Γαλιλαίο του τίτλου του «φιλοσόφου» του μεγάλου δούκα στην αυλή των Μεδίκων το 1610 μπορεί να θεωρηθεί ως έμβλημα μιας βασισμένης στην πατρωνία πορείας κοινωνικής και γνωσιακής νομιμοποίησης» (Biagioli, σ. 31).






Στον τομέα της φυσικής η παρατήρηση και το πείραμα βοήθησαν το Γαλιλαίο να διατυπώσει τον νόμο της ελεύθερης πτώσης των σωμάτων, να περιγράψει την παραβολική κίνηση των βλημάτων με βάση την αρχή της ανεξαρτησίας των κινήσεων και να διατυπώσει την αρχή της «κυκλικής» αδράνειας.


Δρ. Διονύσης Μεντζενιώτης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοτέλης, Αναλυτικά Ύστερα, Φυσικά και Μετά τα Φυσικά.
Biagioli, M., Ο Γαλιλαίος Αυλικός, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα, 2006.
Brown, G.I., «The Evolution of the Term “Mixed Mathematics”», Journal of the History of Ideas, τόμος 527, ν. 1, 19916, σσ. 81-102.
Burtt, E.A., The Metaphysical Foundations of Modern Physical Science, Doubleday Anchor, N.Y., 1954.
Buttnerr, J., Damerow, P., Schemmel, M., Valleriani, M., Galileo and the Shared Knowledge of His Time, Max-Planck Institute for the History of Science, Priprint 228, 2002.
Cohen, H. Floris, The Scientific Revolution: An Historiographical Enquiry, University of Chicago Press, Chicago, 1994.
Cottingham, J., Οι ορθολογιστές, Εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα, 2003.
Dijksterhuis, E.J., The Mechanization of the World Picture, OUP, Oxford, 1969.
Finocchiaro, M.A., «Physical-Mathematical Reasoning: Galileo on the Extruding Power of Terrestrial Rotation», Synthese, τόμος 134, ν. 1-2, 2003, σσ. 217-244.
Gingerich, O., Voelkel, J.R., «Tycho and Kepler: solid myth versus subtle truth», Social Research, τόμος 72, ν. 1, Άνοιξη 2005, σσ. 77-106.
Koyré, A., Από τον κλειστό κόσμο στο Άπειρο Σύμπαν, Εκδόσεις Ευρύαλος, Αθήνα, 1989.
Koyré, A., Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1991.
Kuhn, T.S., «Mathematical vs. Experimental Traditions in the Development of Physical Science», Journal of Interdisciplinary History, τόμος 7, ν. 1, 1976, σσ. 1-31.
Laird, W.R., «Robert Grosseteste on the subalternate sciences», Traditio, τόμος 43, 1987, σσ. 147-169.
Lindberg, D.C., «The Genesis of Kepler’s Theory of Light: Light Metaphysics from Plotinus to Kepler», Osiris, σειρά 2η, τόμος 2, 1986, σσ. 4-42.
Lindberg, D.C., Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1997.
Shapin, S., Η Επιστημονική Επανάσταση, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα, 2003.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home